επίμηκες Συνώνυμα


Επίμηκες Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • τεντωμένο, επιμηκυνθεί, σύρω-έξω, λεπτός, εξασθενημένο, να επεκταθεί, να διαστέλλεται, παρατεταμένες.
επίμηκες Συνώνυμο συνδέσεις: λεπτός, εξασθενημένο, παρατεταμένες,

επίμηκες Αντώνυμα