εξασθενημένο Συνώνυμα


Εξασθενημένο Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αποδυναμωθεί, μειωμένη, μειώνεται, αραιωμένο, αραιό, αραιά, συρμένη έξω.
εξασθενημένο Συνώνυμο συνδέσεις: αραιωμένο,

εξασθενημένο Αντώνυμα