εντελώς Συνώνυμα


Εντελώς Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • απόλυτη, εμπεριστατωμένη, ολική, οριστικές, εξαντλητική, χωρίς επιφυλάξεις, καθαρή, πλήρης, κατάφωρη, τέλεια, καθαρό, απλό.
εντελώς Συνώνυμο συνδέσεις: απόλυτη, οριστικές, καθαρή, πλήρης, κατάφωρη, τέλεια, καθαρό, απλό,

εντελώς Αντώνυμα