ενθουσιασμένος Συνώνυμα


Ενθουσιασμένος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • εκστατική, γοητευμένη, εκστατικός, ευτυχής, μαγεμένο, μεταφέρεται, συνεπαρμένος, μεταφέρονται μακριά, ευτυχισμένος, ενθουσιασμένος, έξαλλος, ευφορίας.
ενθουσιασμένος Συνώνυμο συνδέσεις: εκστατική, ευτυχής, συνεπαρμένος, ευτυχισμένος, ενθουσιασμένος, έξαλλος,

ενθουσιασμένος Αντώνυμα