εκκεντρικότητα Συνώνυμα


Εκκεντρικότητα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • caprice, ιδιοτροπία, φρικιό, λόξα, foible, ιδιοσυγκρασία, μοναδικότητα.
  • περίεργο, oddness, μοναδικότητα, παρατυπία, εκτροπή.
εκκεντρικότητα Συνώνυμο συνδέσεις: caprice, ιδιοτροπία, φρικιό, λόξα, foible, ιδιοσυγκρασία, μοναδικότητα, περίεργο, μοναδικότητα, εκτροπή,

εκκεντρικότητα Αντώνυμα