φρικιό Συνώνυμα


Φρικιό Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • άτυπα, εξαιρετικές, περίεργο, ασυνήθιστο, παράξενο, απροσδόκητη, απρόβλεπτες, περίεργη, ασύδοτη, έκτακτη, queer.

Φρικιό Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • ανωμαλία, εκτροπή, τέρας, τερατούργημα, γκροτέσκο, μετάλλαξη, παρατυπία, άμβλωση, απόκλιση, αθλητισμός, teratism.
φρικιό Συνώνυμο συνδέσεις: περίεργο, ασυνήθιστο, παράξενο, απρόβλεπτες, queer, ανωμαλία, εκτροπή, τέρας, τερατούργημα, γκροτέσκο, απόκλιση,

φρικιό Αντώνυμα