δυσλειτουργία Συνώνυμα


Δυσλειτουργία Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • κατανομή, αποτυχία, σφάλμα, ελάττωμα, εμπλοκή, δυσλειτουργία, βλάβη.
δυσλειτουργία Συνώνυμο συνδέσεις: κατανομή, αποτυχία, σφάλμα, ελάττωμα, εμπλοκή, δυσλειτουργία, βλάβη,