δουλοπρεπής Συνώνυμα


Δουλοπρεπής Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • πέρα, δουλοπρεπείς, υποταγμένη, συκοφαντικός, ingratiating, δουλική, bootlicking, toadying, truckling, πλήρης σεβασμού, ταπεινός.
δουλοπρεπής Συνώνυμο συνδέσεις: δουλική, πλήρης σεβασμού, ταπεινός,

δουλοπρεπής Αντώνυμα