δολιοφθορά Συνώνυμα


Δολιοφθορά Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • ανατρέψει, απενεργοποιήσετε, εξουδετέρωση, υπονομεύουν, sap, ναυάγιο, καταστρέψετε, βλάβη, εμποδίζουν, scotch.
δολιοφθορά Συνώνυμο συνδέσεις: ανατρέψει, απενεργοποιήσετε, εξουδετέρωση, υπονομεύουν, sap, ναυάγιο, βλάβη, εμποδίζουν,

δολιοφθορά Αντώνυμα