διασκεδάζουν Συνώνυμα


Διασκεδάζουν Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • γαργάλημα, convulse.
  • ψυχαγωγήσει, εκτροπή, γοητεία, διασκεδάζω, ευθυμία, ζωντανεύω, ασκούν, ενδιαφέρον, αποσπά την προσοχή, ευωχώ.
διασκεδάζουν Συνώνυμο συνδέσεις: γαργάλημα, ψυχαγωγήσει, εκτροπή, γοητεία, διασκεδάζω, ευθυμία, ασκούν, ενδιαφέρον, αποσπά την προσοχή, ευωχώ,

διασκεδάζουν Αντώνυμα