διακριτά Συνώνυμα


Διακριτά Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ευδιάκριτο, ξεχωριστό, αρκετές, αποσυνδεθεί, ασυνεχής, αποκόλληση, διαζευκτική, διαχωρισμένου, μεμονωμένα, ασύνδετος, μη συσχετισμένες, χώρια.
διακριτά Συνώνυμο συνδέσεις: αρκετές, αποσυνδεθεί, ασύνδετος, χώρια,

διακριτά Αντώνυμα