δεμάτι Συνώνυμα


Δεμάτι Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • δέσμη, συλλογή, μαζική, σωρός, στοίβα, πακέτο, μπέιλ, φάκελος, σοκ, ποσότητα.
δεμάτι Συνώνυμο συνδέσεις: δέσμη, συλλογή, μαζική, στοίβα, πακέτο, φάκελος, σοκ, ποσότητα,