δειλία Συνώνυμα


Δειλία Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • φόβος, poltroonery, dastardliness, δειλία, pusillanimity, προστυχιά, faintheartedness.
δειλία Συνώνυμο συνδέσεις: δειλία, προστυχιά,

δειλία Αντώνυμα