δασύτριχος Συνώνυμα


Δασύτριχος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • μαλλιαρό φλοκάτες, ασαφής, σοκ, τριχωτό, θαμνώδης, πάνας, ο περονόσπορος, δασύτριχη, unshorn.
δασύτριχος Συνώνυμο συνδέσεις: ασαφής, σοκ, ο περονόσπορος,

δασύτριχος Αντώνυμα