γνωμικό Συνώνυμα


Γνωμικό Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • παροιμία, λέγοντας, αφορισμός, δίδαγμα, λαϊκή σοφία, maxim, αυταπόδεικτη αλήθεια, κοινός τόπος, βρωμιούχο, είδε παλιά.
γνωμικό Συνώνυμο συνδέσεις: παροιμία, λέγοντας, αφορισμός, maxim, αυταπόδεικτη αλήθεια, βρωμιούχο,