βρωμιούχο Συνώνυμα


Βρωμιούχο Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • κοινοτοπία, κλισέ, κοινός τόπος, στερεότυπο, γνωστό ρητό, κάστανο, καλαμπόκι, σύνθημα, maxim, παροιμία.
βρωμιούχο Συνώνυμο συνδέσεις: κοινοτοπία, κλισέ, σύνθημα, maxim, παροιμία,