γενναιοδωρία Συνώνυμα


Γενναιοδωρία Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • δώρα, γενναιοδωρία, ανταμοιβή, μπόνους, όφελος, ενίσχυσης, επιχορήγησης, πριμοδότηση, ευλογία, απροσδόκητο καλό.
γενναιοδωρία Συνώνυμο συνδέσεις: γενναιοδωρία, ανταμοιβή, μπόνους, ευλογία, απροσδόκητο καλό,