βολικό Συνώνυμα


Βολικό Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • επισκευαστούν, πρακτικό, εύχρηστο, συμφέρουσα, κατάλληλο, προσαρμοστεί, άνετα, εύκολο, ευρύχωρη, ευεργετική.
  • σε κοντινή απόσταση, κοντά, προσβάσιμο, δίπλα, διαθέσιμα, εφικτός, στο χέρι, εκ του συστάδην.
βολικό Συνώνυμο συνδέσεις: επισκευαστούν, πρακτικό, εύχρηστο, κατάλληλο, άνετα, εύκολο, ευρύχωρη, δίπλα, εκ του συστάδην,

βολικό Αντώνυμα