αχάριστο Συνώνυμα


Αχάριστο Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αγενής, αγενές, gauche, αγροίκος, άξεστος, ill-bred, ανάγωγος, απρεπές.
αχάριστο Συνώνυμο συνδέσεις: αγενής, αγενές, gauche, αγροίκος, άξεστος, ill-bred, ανάγωγος,

αχάριστο Αντώνυμα