αρπακτική Συνώνυμα


Αρπακτική Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • πεινασμένοι, αδηφάγο, πεινασμένος, πεινασμένο, ακόρεστη, λαίμαργος, καταβροχθίζει.
  • πρόθυμος, άπληστοι, αντιληφθεί, αρπακτικό, άπληστος, αρπακτικά, απαιτητικό, απαιτητική.
αρπακτική Συνώνυμο συνδέσεις: πεινασμένος, ακόρεστη, λαίμαργος, πρόθυμος, άπληστοι, αντιληφθεί, αρπακτικό, άπληστος, απαιτητικό, απαιτητική,

αρπακτική Αντώνυμα