ακόρεστη Συνώνυμα


Ακόρεστη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αρπακτική, insatiate, ακατάβλητος, αδηφάγο, άσβεστη, απύθμενο, λαίμαργος, ακατάσβεστος, απεριόριστη, ατελείωτες, άπειρο.
ακόρεστη Συνώνυμο συνδέσεις: αρπακτική, άσβεστη, λαίμαργος, ακατάσβεστος, απεριόριστη, ατελείωτες, άπειρο,

ακόρεστη Αντώνυμα