αποπνικτικά Συνώνυμα


Αποπνικτικά Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • υγρό, κολλώδης, αποπνικτικός, βουλωμένη, γλοιώδης, καταπιεστική, στενή, αχνιστό.
αποπνικτικά Συνώνυμο συνδέσεις: υγρό, κολλώδης, αποπνικτικός, βουλωμένη, γλοιώδης, καταπιεστική, στενή,

αποπνικτικά Αντώνυμα