αποθαρρυμένος Συνώνυμα


Αποθαρρυμένος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αποθαρρυμένος, απελπισμένος, ζοφερές, λυπημένος, σκυθρωπός, κακοδιάθετος, μελαγχολία, κατάθλιψη, οικτρά, αποθαρρύνονται, χαμηλωμένα, απογοητευμένος, κυκλοθυμική, από τα είδη.
αποθαρρυμένος Συνώνυμο συνδέσεις: αποθαρρυμένος, απελπισμένος, σκυθρωπός, κακοδιάθετος, μελαγχολία, κατάθλιψη, αποθαρρύνονται, χαμηλωμένα, απογοητευμένος, κυκλοθυμική,

αποθαρρυμένος Αντώνυμα