απαρχαιωμένη Συνώνυμα


Απαρχαιωμένη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • παρωχημένες, ντεμοντέ, πεπαλαιωμένο, υπεργηρώς, αρχαϊκή, προκατακλυσμιαία, ημερομηνία, ξεπερασμένη, démodé, αντίκα, τετριμμένος, shopworn, παλιό καπέλο.
απαρχαιωμένη Συνώνυμο συνδέσεις: ντεμοντέ, αρχαϊκή, προκατακλυσμιαία, ημερομηνία, αντίκα, τετριμμένος, shopworn,

απαρχαιωμένη Αντώνυμα