τετριμμένος Συνώνυμα


Τετριμμένος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • δεν είναι ενημερωμένα.
  • κοινός τόπος, τετριμμένη, μπαγιάτικο, κοινή, στερεότυπα, κοινότοπο, σκώρος-τρώγεται, κοινότυπο, μονότονη, ανούσιος.
  • φοριέται, ragged, shabby, ξεφτίζουν, ελεεινός, napless, κακοντυμένος, pilled, φθαρεί.
τετριμμένος Συνώνυμο συνδέσεις: τετριμμένη, μπαγιάτικο, κοινότοπο, κοινότυπο, μονότονη, ανούσιος, shabby,

τετριμμένος Αντώνυμα