ανικανότητα Συνώνυμα


Ανικανότητα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αδυναμία, ανικανότητα, αναποτελεσματικότητα, ανικανότητας, ανεπάρκειας, ανεπάρκεια, unskillfulness.
  • αδυναμία, ατονία, invalidism, αναπηρία, ανικανότητα, παράλυση, ανικανότητας, ανεπάρκειας, defenselessness, ευπάθεια, αδεξιότητα, οκνηρός, fecklessness.
ανικανότητα Συνώνυμο συνδέσεις: αδυναμία, ανικανότητα, ανεπάρκεια, αδυναμία, ατονία, ανικανότητα, παράλυση, αδεξιότητα, οκνηρός,

ανικανότητα Αντώνυμα