αναπαραγωγική Συνώνυμα


Αναπαραγωγική Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • παραγωγική, σεξουαλική, progenitive, γενική, των γεννητικών οργάνων, παραγωγικός, βλαστική, propagative, ζωή-δίνοντας.
αναπαραγωγική Συνώνυμο συνδέσεις: παραγωγική, σεξουαλική, γενική, παραγωγικός,

αναπαραγωγική Αντώνυμα