αναμφίβολα Συνώνυμα


Αναμφίβολα Συνώνυμα Επίρρημα μορφή

  • απολύτως, θετικά, σίγουρα, αναμφισβήτητα, αναντίρρητος.
  • πιθανώς, το πιο πιθανό, προφανώς, κατά πάσα πιθανότητα, φαινομενικά, δήθεν, ευλόγως, θεωρητικά.
αναμφίβολα Συνώνυμο συνδέσεις: θετικά, σίγουρα, αναμφισβήτητα, προφανώς, δήθεν,

αναμφίβολα Αντώνυμα