ανακρίβεια Συνώνυμα


Ανακρίβεια Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αναλήθεια, ανύπαρκτο, ψευδαίσθηση, ψέμα, ανεντιμότητα, απάτη, παραπλάνηση, εξαπάτηση.
  • λάθος, ολίσθησης, ανακρίβεια, εσφαλμένο υπολογισμό, παρερμηνεία, τυπογραφικό λάθος.
ανακρίβεια Συνώνυμο συνδέσεις: ψευδαίσθηση, ψέμα, απάτη, εξαπάτηση, λάθος, ολίσθησης, ανακρίβεια, τυπογραφικό λάθος,

ανακρίβεια Αντώνυμα