αναγκαστική Συνώνυμα


Αναγκαστική Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • στραγγιστό, επηρεάζονται, αφύσικη, βαρύς, δήθεν, τεχνητή, απρόθυμη, περιορισμένο, σκηνοθετημένη, πλαστή, δυσκαμψία, εξεζητημένος, ανειλικρινής, προσομοίωση.
αναγκαστική Συνώνυμο συνδέσεις: αφύσικη, βαρύς, δήθεν, τεχνητή, απρόθυμη, σκηνοθετημένη, εξεζητημένος, ανειλικρινής, προσομοίωση,

αναγκαστική Αντώνυμα