αναίμακτη Συνώνυμα


Αναίμακτη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • άτονα, άψυχο, απαθής, αποχαυνωτικά, νεκρός, χάνει τις αισθήσεις, βαρετή, ανιαρή, μονότονο, άχρωμο, κρύο.
αναίμακτη Συνώνυμο συνδέσεις: άτονα, άψυχο, απαθής, αποχαυνωτικά, χάνει τις αισθήσεις, ανιαρή, μονότονο, άχρωμο, κρύο,

αναίμακτη Αντώνυμα