αμαυρώσει Συνώνυμα


Αμαυρώσει Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αποχρωματισμός, σκουρόχρωμα, ψεγάδι, λεκές, νωθρότητα, υποτίμηση, κηλίδα, μαύρισμα, λεκέδων, μουντζούρα, ντροπή, υποβάθμιση, στίγμα.

Αμαυρώσει Συνώνυμα Ρήμα μορφή

  • αμυδρό, θαμπό, σκουραίνουν, οξειδώνονται, αποχρωματίζει, υποτιμήσει, αμαυρώνουν, μαρ, μαυρίσουν, λεκέ, χαλάσει, εδάφους, λερώνω, κηλίδα, μολύνει, ατιμία.
αμαυρώσει Συνώνυμο συνδέσεις: ψεγάδι, νωθρότητα, κηλίδα, ντροπή, στίγμα, θαμπό, αποχρωματίζει, υποτιμήσει, μαρ, χαλάσει, λερώνω, κηλίδα, μολύνει, ατιμία,

αμαυρώσει Αντώνυμα