αιματηρός Συνώνυμα


Αιματηρός Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αιμοδιψή, αιματοκυλισμένη, αιματηρή, δολοφονικές, κατηγορίας, άγριο, αδίστακτο, ανελέητο, έπεσε, σκληρή, θηριώδης.
αιματηρός Συνώνυμο συνδέσεις: αιμοδιψή, αιματηρή, άγριο, ανελέητο, έπεσε, σκληρή, θηριώδης,