αδιάλειπτη Συνώνυμα


Αδιάλειπτη Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • αδιάκοπη.
  • ανεξάντλητη, σίγουρος, αξιόπιστους, ατελείωτες, απύθμενο, σταθερή, επίμονη, όρθιος, αλάνθαστη, αλάθητος, σταθερά, ακλόνητος.
αδιάλειπτη Συνώνυμο συνδέσεις: αδιάκοπη, ανεξάντλητη, σίγουρος, ατελείωτες, σταθερή, επίμονη, όρθιος, αλάνθαστη, αλάθητος, σταθερά,

αδιάλειπτη Αντώνυμα