αγνότητα Συνώνυμα


Αγνότητα Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αρετή, αποχή, παρθενίας, εγκράτεια, αγνότητα, σεμνότητα, αναμάρτητου, αθωότητα, αγαμία, συγκράτησης.
  • καθαρότητα.
αγνότητα Συνώνυμο συνδέσεις: αρετή, εγκράτεια, αγνότητα, σεμνότητα, αθωότητα,

αγνότητα Αντώνυμα