άποικος Συνώνυμα


Άποικος Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • αποικιοκράτη, κάτοικος αποικίας, άποικος, μεταναστών, απόδημος, πρωτοπόρος, ζων εις τα σύνορα, καταπατητής, outlander, αλλοδαπός, εισβολέα.
άποικος Συνώνυμο συνδέσεις: άποικος, πρωτοπόρος, ζων εις τα σύνορα, outlander, αλλοδαπός,

άποικος Αντώνυμα