άλαλος Συνώνυμα


Άλαλος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ηλίθιο, slowwitted, doltish, θαμπό, κουφιοκέφαλου, ανόητο, παράλογες, ανεύθυνο, απερίσκεπτα.
  • σιωπηλή, ακόμη, σίγαση, μαμά, άφωνος, χωρίς λόγια, αθόρυβο, ολιγόλογος, επιφυλακτικός.
άλαλος Συνώνυμο συνδέσεις: ηλίθιο, θαμπό, ανόητο, σιωπηλή, ακόμη, σίγαση, μαμά, αθόρυβο, ολιγόλογος, επιφυλακτικός,

άλαλος Αντώνυμα