Ταλαιπωρημένος Συνώνυμα


Ταλαιπωρημένος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • κακής ποιότητας, κατώτερα, φτηνές, άχρηστος, άνευ αξίας, αργό, άχρηστο, ετικέτες, ασήμαντο, jerrybuilt, schlocky, άξιος περιφρόνησης.
Ταλαιπωρημένος Συνώνυμο συνδέσεις: κακής ποιότητας, κατώτερα, άνευ αξίας, αργό, ασήμαντο, jerrybuilt, schlocky, άξιος περιφρόνησης,

Ταλαιπωρημένος Αντώνυμα