Ριζωμένο Συνώνυμα


Ριζωμένο Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • εγγενή, έμφυτη, καθαρές, ριζωμένη, βαθιά, σταθερή, ανεκρίζοτος, αναλλοίωτα, αμετάβλητη, εκ βάθρων, βαθιά ριζωμένη, οργανικά.
Ριζωμένο Συνώνυμο συνδέσεις: εγγενή, έμφυτη, βαθιά, σταθερή, αναλλοίωτα, αμετάβλητη, βαθιά ριζωμένη,

Ριζωμένο Αντώνυμα