Πυρετώδεις Συνώνυμα


Πυρετώδεις Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • ενθουσιασμένος, πρόθυμος, ανυπόμονος, φρενήρεις, υπερεξηντλημένος, ταραγμένος, έντονους, ξέφρενη, παθιασμένη, βίαιη, ζαλισμένος, ανεξέλεγκτη, οδηγείται.
  • ξεπλένεται, ξεχώρισαν, καυτό, εμπύρετη, έντονους, έξαλλος, pyretic, ξεραμένα, φλεγμονή.
Πυρετώδεις Συνώνυμο συνδέσεις: ενθουσιασμένος, πρόθυμος, ανυπόμονος, υπερεξηντλημένος, ξέφρενη, παθιασμένη, βίαιη, ζαλισμένος, ανεξέλεγκτη, έξαλλος, ξεραμένα,

Πυρετώδεις Αντώνυμα