Παροδικό Συνώνυμα


Παροδικό Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • δόλιον, casual, μεταναστευτικών, μεταναστεύουν, στο φτερό, εκμηδενίζουν, έρριζα, αλήτης, περιπατητική, άστατος, νομαδική, μεταβατική, υπέρ tem, σε κίνηση.
  • προσωρινή, παροδικός, παροδική, passing, σύντομη, φευγαλέα, στιγμιαία, εφήμερο, βραχύβια, ανεξέλεγκτες, χρονική, άστατος.
Παροδικό Συνώνυμο συνδέσεις: μεταναστευτικών, αλήτης, περιπατητική, άστατος, μεταβατική, παροδικός, φευγαλέα, στιγμιαία, εφήμερο, βραχύβια, χρονική, άστατος,

Παροδικό Αντώνυμα