περιπατητική Συνώνυμα


Περιπατητική Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • περπάτημα, πλανόδιο, perambulatory, περιπλάνηση, roving, rambling, tramping, πεζών, ambling, περιηγητικού, μεταναστών.
περιπατητική Συνώνυμο συνδέσεις: πλανόδιο, περιπλάνηση, πεζών,

περιπατητική Αντώνυμα