Ολιγόλογος Συνώνυμα


Ολιγόλογος Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • δεσμευμένο, σιωπηλή, επιφυλακτικός, ήσυχη, άτολμος, λακωνική, closemouthed, αποσυρθεί, υπεροπτική.
Ολιγόλογος Συνώνυμο συνδέσεις: σιωπηλή, επιφυλακτικός, άτολμος, λακωνική, closemouthed, υπεροπτική,

Ολιγόλογος Αντώνυμα