Ξιφίζω Συνώνυμα
Ξιφίζω Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή
- βουτιά, παύλα, αβοήθητο, πίσσα.
- ώση, περάσει, τρύπημα, επίθεση, χρεώνουν, μαχαιριά, πιέστε.
Ξιφίζω Συνώνυμα Ρήμα μορφή
- ώση, περάσει, τρύπημα, επίθεση, χρεώνουν, μαχαιριά, βυθίσει, παύλα, να πεταχτεί, πίσσα, βουτιά.