Λερωμένος Κατά Συνώνυμα


Λερωμένος Κατά Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • λασπωμένο, βρώμικο, αναμαλλιασμένος, απεριποίητος, μουσκεμένος, στάζει, λερωμένα, άναρχης, βουτηγμένος, ατημέλητη.
Λερωμένος Κατά Συνώνυμο συνδέσεις: βρώμικο, αναμαλλιασμένος, απεριποίητος, μουσκεμένος,

Λερωμένος Κατά Αντώνυμα