Λεκιάστε Συνώνυμα
Λεκιάστε Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή
- επιτόπου, speck, σήμα, λεκές, blotch, splotch, μουτζούρα, παπανικολάου, πασαλείβω, smirch.
- σφάλμα, ψεγάδι, ελάττωμα, λεκέ, αμαυρώσει, στίγμα, μάρκα, κατηγορία, ντροπή.
Λεκιάστε Συνώνυμα Ρήμα μορφή
- θαμπάδα, blotch, παπανικολάου, λεκές, επιτόπου, μουτζούρα, smirch, πιτσίλισμα, του εδάφους, γράσο.
- ντροπή, ατιμία, μαυρίζω, αμαυρώνουν, μάρκα, μολύνει, δυσφημείτε, υποτιμήσει.