Κωλυσιέργων Συνώνυμα


Κωλυσιέργων Συνώνυμα Επίθετο μορφή

  • πεισματάρης, δυσεπίλυτο, δύσχρηστη, συνεργάσιμα, αναξιόπιστες, διεστραμμένη, αντίθετα, απρόβλεπτη, μην προσμένεις, απείθαρχοι, πείσμων.
Κωλυσιέργων Συνώνυμο συνδέσεις: πεισματάρης, δυσεπίλυτο, δύσχρηστη, διεστραμμένη, απρόβλεπτη, μην προσμένεις, πείσμων,

Κωλυσιέργων Αντώνυμα