Καθολική Συνώνυμα
Καθολική Συνώνυμα Επίθετο μορφή
- all-inclusive, απεριόριστη, καθολικός, οικουμενικό, περιεκτική, απέραντο, διαδεδομένη, κοινή, γενική, πανδημία, σε όλο τον κόσμο, συνολικά, ολόκληρο.
- καθολική, γενική, ανεκτικός, εκλεκτικό, περιεκτική, all-inclusive, φιλελεύθερη, ευρεία, αμερόληπτη, επιεικής.