Κάτοικο Συνώνυμα
Κάτοικο Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή
- κάτοικος, ένοικος, ένοικο, κατακτητή, resider, residentiary, μισθωτή, παραλήπτη, ενοικιαστή, οικότροφος, νοικάρης.
- μητρική, πολίτης, indigene, κάτοικος, σπίτια, άποικος, denizen, αυτόχθων.
Κάτοικο Συνώνυμο συνδέσεις: ένοικο,
μητρική,
σπίτια,
άποικος,
denizen,