Ισχυρισμό Συνώνυμα


Ισχυρισμό Συνώνυμα Ουσιαστικό μορφή

  • δήλωση, αξίωση, ισχυρισμό, επιβεβαίωση, λέξη, επάγγελμα, απαγγελία.
  • διαμάχη, σύγκρουση, αγώνα, διαφορά, επιχείρημα, διαφωνία, διχόνοια, βεντέτα, λογομαχία, αντιπαράθεσης, εχθρότητα, αντιπαλότητα.
  • ισχυρισμό, αξίωση, δήλωση, επιχείρημα, εργασία, θέση, σημείο, θέα, γνώμη, άποψη, ιδέα.
  • ισχυρισμό, κατηγορία, χρέωση, αξίωση, impugnment, δήλωση, απόθεση, επίθεση, καταγγελία, κατηγορητήριο, μομφής, καταλογισµού, ενοχοποίησης, συκοφαντίες.
Ισχυρισμό Συνώνυμο συνδέσεις: δήλωση, αξίωση, ισχυρισμό, επιβεβαίωση, λέξη, απαγγελία, διαμάχη, σύγκρουση, αγώνα, διαφορά, επιχείρημα, διαφωνία, βεντέτα, λογομαχία, αντιπαράθεσης, εχθρότητα, ισχυρισμό, αξίωση, δήλωση, επιχείρημα, εργασία, θέση, σημείο, γνώμη, άποψη, ιδέα, ισχυρισμό, κατηγορία, αξίωση, δήλωση, επίθεση, καταγγελία, κατηγορητήριο, συκοφαντίες,

Ισχυρισμό Αντώνυμα